συνεχόμενοι

συνεχόμενοι
συνόχωκα
to be
pres part mp masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • αβαείο — Κοινότητα μοναχών, διοικούμενη από έναν αβά. Επίσης το σύνολο των κτιρίων, όπου η κοινότητα αυτή μένει μόνιμα. Ιστορικά, η εμφάνιση των α. ως μόνιμων κοινωνικών οργανισμών, εγκατεστημένων σε ειδικά κτιριακά συγκροτήματα, συνδέεται κυρίως, αν και… …   Dictionary of Greek

  • αλληλούχοι — ἀλληλοῦχοι, α (Α) αυτοί που έχουν συνάφεια μεταξύ τους, οι συναπτόμενοι, οι συνεχόμενοι. [ΕΤΥΜΟΛ. Πληθ. τού τύπου *ἀλληλοῦχος < ἀλληλο * + οῦχος < ἔχω. ΠΑΡ. ἀλληλουχία αρχ. μσν. ἀλληλουχῶ] …   Dictionary of Greek

  • Γκρίναγουεϊ Πίτερ — (Peter Greenaway, Νιούπορτ, Ουαλία 1942 –). Βρετανός σκηνοθέτης του κινηματογράφου και ζωγράφος. Σπούδασε αρχικά ζωγραφική στο κολέγιο καλών τεχνών Γουάλθαμστοου, αλλά ξεκίνησε να ασχολείται πειραματικά με τον κινηματογράφο από το 1965,… …   Dictionary of Greek

  • Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”